- αμυγδαλιά
- Καρποφόρο δέντρο της οικογένειας των ροδιδών (δικότυλα). Τυπικό μεσογειακό δέντρο, η α. είναι πιθανότατα ιθαγενής της Μ. Ασίας και φαίνεται ότι η καλλιέργειά της διαδόθηκε στις άλλες μεσογειακές χώρες από τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Στην Ελλάδα καλλιεργείται από τα πανάρχαια χρόνια. Η α. ανθίζει προτού βγάλει φύλλα: τα άνθη της είναι εντυπωσιακά, άσπρα και εύοσμα, με πέταλα ελαφρώς ρόδινα προτού ανοίξουν. Τα φύλλα της είναι λογχοειδή, οδοντωτά στην περιφέρεια και με μικρό μίσχο. Οι καρποί της, τα αμύγδαλα, είναι ωοειδείς δρύπες, με μυτερή τη μία τους κορυφή: το εξωκάρπιο, αντί για σαρκώδες όπως στα άλλα καρποφόρα πυρηνόκαρπα, εδώ είναι ένα γκριζοπράσινο τσόφλι σκεπασμένο με λεπτό χνούδι και περιέχει ένα ή δύο σπέρματα κλεισμένα σε ένα κέλυφος (ενδοκάρπιο) ξυλώδες και με πολλές μικρές τρύπες· τα σπέρματα έχουν άσπρη σάρκα, γλυκιά ή πικρή ανάλογα με την ποικιλία. Και ακριβώς η γεύση καθορίζει τη χρήση των διάφορων ποικιλιών αμυγδάλων· τα γλυκά χρησιμοποιούνται ως επιτραπέζιοι ξηροί καρποί, για την παρασκευή ζαχαρωτών, αμυγδαλωτών, ποτών καθώς και για την εξαγωγή εδώδιμου ελαίου· τα πικρά χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως καταπραϋντικά για το άσθμα και τον βήχα, αλλά και στην αρωματοποιία. Υπάρχει επίσης μια ποικιλία α. που παράγει τα λεγόμενα αφράτα αμύγδαλα.
To ξύλο της α. είναι βαρύ και σκληρό, κατάλληλο για τη λεπτοξυλουργική.
Αμυγδαλιά, δέντρο που καλλιεργείται σε αρκετές χώρες της νότιας Ευρώπης και στην Καλιφόρνια.
Καρποί αμυγδαλιάς: τα σπέρματά τους, τα οποία είναι φαγώσιμα, χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ειδών διατροφής, στη φαρμακευτική και στην αρωματοποιία.
Αμύγδαλο. Λίθινο κατασκεύασμα, εργαλείο ή όπλο της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής, το οποίο είχε μήκος 6 έως 25 εκ. και ήταν κατάλληλο για να δυναμώνει την πυγμή. Το αμύγδαλο που εικονίζεται προέρχεται από το Γκάργκανο της Ιταλίας (φωτ. Giorni).
* * *και μυγδαλιά, ηδέντρο τής οικογένειας τών Ροδιδών, τού οποίου καρπός είναι το αμύγδαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμυγδαλέα με μετακίνηση τού τόνου στη λήγουσα και συνίζηση (συμπροφορά) τού ε με την επόμενη συλλαβή (-ά) ως ημιφώνου (ᾱ).ΠΑΡ. νεοελλ. αμυγδαλάς, αμυγδαλεώνας, αμυγδαλίτσα, αμυγδαλότοπος, αμυγδαλόφυλλο].
Dictionary of Greek. 2013.